- καλοχωνεύω
- καλοχώνεψα, καλοχωνεμένος1. χωνεύω καλά: Δεν τα καλοχωνεύω τα φασόλια.2. συμπαθώ κάποιον: Δεν τον καλοχωνεύουν οι καθηγητές του.3. μαθαίνω καλά, κατανοώ: Δεν τα καλοχωνεύει τα μαθηματικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.